ολβιόχειρος

ολβιόχειρος
ὀλβιόχειρος, -ον (Α)
αυτός που έχει όλβιο, ευτυχισμένο χέρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄλβιος «ευτυχισμένος» + χείρ, χειρός (πρβλ. ποικιλό-χειρος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”